- ἐξίσχοντες
- ἐξίσχωputs forthpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξίσχω — ἐξίσχω (Α) 1. εκτείνω («ἔξω δ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῑο βερέθρου», Ομ. Οδ.) 2. προεξέχω («ἐξίσχοντες ὀφθαλμοί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίσχω, παραλλ. τ. τού έχω] … Dictionary of Greek